Αργυρώ
Πατσού - www.efsyn.gr
Τρόπαια
περιφέρονταν
πασσαλωμένα ινδιάνικα αιδοία
Τρύπωνα μέσα στα τοτέμ
απ’ τους λευκούς διαβόλους να γλιτώσω
(Αργυρώ Πατσού, απόσπασμα από το ποίημα «Επίκληση στη Μητέρα», Απόσταγμα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
πασσαλωμένα ινδιάνικα αιδοία
Τρύπωνα μέσα στα τοτέμ
απ’ τους λευκούς διαβόλους να γλιτώσω
(Αργυρώ Πατσού, απόσπασμα από το ποίημα «Επίκληση στη Μητέρα», Απόσταγμα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
Η δουλειά του φωτογράφου Χρήστου Κατσίνα είναι πηγαία, αφτιασίδωτη, ζωντανή, μη ραφιναρισμένη. Σπάνια πια, σε τούτο τον καταιγισμό της πρόχειρης, επιδερμικής, και εν πολλοίς μέτριας εικόνας με την οποία μας σφυροκοπά ανελέητα η εποχή, απαντά κανείς βαθύ ένστικτο, ικανό να εντοπίζει την αρχέγονη πηγή πριν την αποϊεροποίησή της.
Γιατί η εικόνα προϋπήρξε του λόγου, είναι η γλώσσα που επιλέγει το όνειρο, το ασυνείδητό μας. Σε τούτη τη συγκεκριμένη δουλειά, η πλήρης απουσία στημένου κάδρου, η ειλικρίνεια των σκηνών, δημιουργούν την αίσθηση πως δεν τραβάει κάποιος τις εικόνες μα πως οι εικόνες τραβούν αυτόν μέσα τους. Η δυναμική της καθεαυτό απαθανατισμένης εικόνας δεν φτάνει από μόνη να παράξει το ρίγος μιας τέτοιας αίσθησης, αναγκαία προϋπόθεση εδώ είναι η ικανότητα του καλλιτέχνη να «αφανίζεται». Και αυτή, με τη σειρά της, προϋποθέτει τη ρήξη επιπέδου, τη μετάβαση από ιστορικό σε μυθικό χρόνο.
Όχι τυχαία, ο φακός του Χρήστου Κατσίνα, αγαπά να στρέφεται στη Λατινική Αμερική, γη που παρά τα τόσα επίκτητα που την πλάκωσαν, μένει κατ’ ουσίαν αυτό που ανάγλυφα μάς έδωσε ο Χουάν Ρούλφο στο αριστουργηματικό μυθιστόρημά του «Πέδρο Πάραμο».
Εκεί ο αφηγητής αφανίζεται. Περιπαίζει υπαινικτικά, προγκάει την Πρώτη Αρχή, καταποντίζεται στους τάφους. Ζωή και Θάνατος όμως για τον Μεξικανό –εν γένει για τον αυτόχθονα Λατινοαμερικανό– δεν έχουν ακραιφνή όρια, εξού και ο θάνατος γιορτάζεται, εξού και ακόμα ζει με τους νεκρούς του. Και όταν καταποντίζεται στους τάφους του, βυθίζεται στη μήτρα της Μητέρας του, και πραγματώνει εκεί μορφές φασματικές και συνάμα κατάφωρα υπαρκτές, φιγούρες αλληλοδιαπερατές, ενσταντανέ παρμένα, την ίδια στιγμή, από παρόν, παρελθόν και μέλλον και τα αναδύει σε μυθικό χρόνο κοσμογονίας.
Ουσιαστικά, ο χρόνος είναι πάντοτε «τώρα», γι’ αυτό και η προσέγγιση του αυτόχθονα στη ζωή είναι άμεση σαν φονικό εν βρασμώ, γι’ αυτό και οι μορφές στο «Πέδρο Πάραμο» δεν εννοούν πως είναι πεθαμένες. Μάνα γη, σάρκα, κάμποι, αγροί, πνεύματα, ζωντανά, ουρανοί, μπλέχτηκαν εδώ σε μια περήφανη χαρμολύπη που κατ’ ουσίαν δεν χαρίστηκε στο πατριαρχικό πρωτόκολλο και στην εξ’ αποκαλύψεως «αλήθεια» των κονκισταδόρες.
Τόσο η ίδια η περιπλάνηση του Χρήστου Κατσίνα στη Λατινική Αμερική, μα και όπου αλλού, όσο και η καταγραφή της, φέρουν μέσα τους απόηχο σαμανικού ταξιδιού. Γιατί το αποτύπωμά μας τυχαίο δεν είναι.
Πώς
πυροδοτήθηκε ο έρωτας για τη φωτογραφία;
Πριν αρχίσω να σπουδάζω φωτογραφία δεν είχα καμία σχέση με το αντικείμενο. Νομίζω πως κάποιες σκηνές από ταινίες, γυρισμένες μέσα σε σκοτεινό θάλαμο, και κάποιοι πειραματισμοί στον σκοτεινό θάλαμο ενός φίλου, ήταν αυτά που με παρακίνησαν να ασχοληθώ με τη φωτογραφία.
Σπουδάζοντάς την πλέον, άρχισα να γοητεύομαι από τους πρώτους κιόλας μήνες, κι αυτός ο έρωτας, είκοσι πέντε χρόνια μετά, είναι κορυφωμένος.
Καμιά σχολή βέβαια και καμιά διδασκαλία δεν επαρκούν, απαιτείται μελέτη και άλλων φωτογράφων καθώς και πολλή εξάσκηση.
Έκπληκτος διαπιστώνω σήμερα πως ελάχιστοι από τους τότε συμμαθητές μου ασχολούνται με τη φωτογραφία. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μία περίοδος που το να κάνεις έναν κύκλο σπουδών ή σεμιναρίων πάνω στη φωτογραφία ήταν καθαρά μόδα. Και ως ένα βαθμό είναι ακόμα…
Άρχισα να κουβαλώ την κάμερα σε κάθε εκδρομή ή ταξίδι, ακόμα κι αν τελικά δεν τραβούσα ούτε μία στάση. Δεν τραβώ άλλωστε σαν Κινέζος τουρίστας, πρέπει κάτι να με ελκύσει πολύ για να το απαθανατίσω.
Και
αυτό το πάθος για ταξίδι; Κάνοντας το
flashback σου, πού εντοπίζεις να ξεκινάει;
Είχα λοιπόν την τύχη να είναι ο νονός μου οδηγός νταλίκας και να κάνει δρομολόγια σε όλη την Ευρώπη. Στα είκοσί μου κάναμε το πρώτο ταξίδι έως το Πόρτο και πίσω. Η νταλίκα συμβολίζει το κάλεσμα της περιπλάνησης, του ωτοστόπ και της περιπέτειας. Έχω ακόμα και σήμερα πολύ έντονα την εικόνα του νονού μου, να κάθεται στον «θρόνο» του και, με το πρώτο φως της μέρας, να ζυγιάζει το τιμόνι ίσια στην καρδιά του δρόμου και να ξεκινά. Ατέλειωτα χιλιόμετρα κουβέντας μα και παύσης. Όλο αυτό το υλικό από τα ταξίδια με τη νταλίκα κατέληξε σε ένα ανέκδοτο βιβλίο-λεύκωμα. Το «One For The Road»
Το 2007 ξεκίνησαν τα πιο μακρινά ταξίδια.
Γιατί
στη Λατινική Αμερική;
Ο πολιτισμός των Ινδιάνων της Αμερικής ήταν κάτι που θαύμαζα από μικρό παιδί. Το να βρεθώ στα μέρη αυτά ήταν όνειρο ζωής. Κάθε ταξίδι, κοντινό ή μακρινό, είναι μια αναζήτηση. Δεν έχει σημασία τόσο ο προορισμός όσο το ίδιο το ταξίδι. Δεν έχει σημασία τόσο να βρεις αυτό που αναζητάς, όσο η ίδια η αναζήτηση. Αυτή μετράει και αν θες κάτι να βρεις, πρέπει πρώτα να χαθείς. Να χαθείς σε μέρη άγνωστα, μέσα σε καινούρια πανηγύρια ανθρώπων, σε μυρωδιές και γεύσεις πρωτόγνωρες. Να διανύσεις ατέλειωτα χιλιόμετρα σιδηροδρόμου και να λιώσεις σόλες από το περπάτημα. Να αφουγκραστείς νέους ήχους, να βαπτιστείς σε άλλα νερά.
Η Λατινική Αμερική είναι γεμάτη περιπέτεια και εκπλήξεις. Δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο όταν ταξιδεύεις σε αυτές τις χώρες. Οι άνθρωποι εύκολα σε βάζουν μέσα στο σπίτι τους αν και περνούν περισσότερες ώρες έξω παρά μέσα σε αυτό. Οι πλατείες, τα πάρκα και οι δρόμοι αποτελούν χώρους συνάθροισης και συναντάς συχνά λαϊκές συνελεύσεις.
Το στοιχείο του έρωτα είναι πρόδηλο, και τα έντονα, ζωντανά χρώματα υπάρχουν όχι μόνο στα ρούχα και τη διακόσμηση, αλλά ακόμα και στα σπίτια των πιο φτωχών συνοικιών.
Ακόμη και σήμερα υπάρχουν μυστήρια άλυτα όσον αφορά στους πολιτισμούς που έζησαν εκεί και οι επιστήμονες μόνο θεωρίες μπορούν να διατυπώνουν. Η κουλτούρα ενός λαού που πολεμήθηκε από τους Δυτικούς όσο καμία άλλη, παραμένει ζωντανή, συνεχίζοντας να εμπνέει επόμενες γενιές. Οι «ξεροκέφαλοι» λοιπόν Ινδιάνοι, όσο κι αν φαινομενικά «δέχτηκαν» τη θρησκεία των κατακτητών, ποτέ δεν ξέχασαν τη Μάνα Γη, την Pacha Mama.
«Ένιωσα το πορτρέτο της μητέρας μου, που το ’χα φυλαγμένο στην τσέπη του πουκαμίσου μου, να μου ζεσταίνει την καρδιά, σαν να ίδρωνε κι αυτή. Ήτανε μια παλιά φωτογραφία, φαγωμένη στις άκρες, μα ήταν η μοναδική που είχα από εκείνη. Την είχα βρει μες στο ντουλάπι της κουζίνας, σ’ ένα τσουκάλι γεμάτο με μυρωδικά: φύλλα μελισσοβότανου, άνθη της Καστίλης, βλαστάρια απήγανου. Από τότε την έχω φυλάξει. Η μητέρα μου αρνιόταν πάντοτε με πείσμα να φωτογραφίζεται. Έλεγε ότι οι φωτογραφίες είναι πράγματα μαγικά. Κι έτσι έμοιαζε, γιατί η δική της ήταν γεμάτη τρύπες από βελόνα, και στο σημείο της καρδιάς υπήρχε μια πολύ μεγάλη όπου χωρούσε άνετα το μεσαίο δάχτυλο»
(Χουάν Ρούλφο, «Πέδρο Πάραμο», μτφ Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη)
Πρώτος σταθμός το Περού. Εκτός από όλα τα άλλα σού έδωσε και τον γιο σου
Ναι, το Περού ήταν ο πρώτος μακρινός σταθμός της δικής μου περιπλάνησης, η πρώτη μου επαφή με τη Λατινική Αμερική. Εκεί γνώρισα την Περουάνα γυναίκα με την οποία λίγα χρόνια αργότερα θα αποκτούσαμε τον Οδυσσέα.
Το ταξίδι αυτό άναψε τη σπίθα για να βρεθώ ξανά και να χαθώ ακόμα πιο βαθιά και σε άλλες χώρες της γεμάτης μυστήριο αυτής ηπείρου. Ακολούθησαν το Μεξικό, η Γουατεμάλα, ξανά το Περού, η Βολιβία, η Κούβα, το Εκουαδόρ και η Κολομβία.
Ακονίζεται
το άγριο. Μιλάει το δισάκι ...
Στις ιθαγενείς φλέβες σπινθηρίζει
ένα αιμάτινο γιαραβί που λαγαρίζεται
σε νοσταλγίες ήλιου από το μάτι
Στις ιθαγενείς φλέβες σπινθηρίζει
ένα αιμάτινο γιαραβί που λαγαρίζεται
σε νοσταλγίες ήλιου από το μάτι
Ο
λόγος κι ο αντίλογος που στεναγμούς
τονίζουν
όπως σε σπάνιες λαϊκές γκραβούρες,
περνάνε χάντρες-σύμβολα στους γύρους τους
Λάμπει μετά στο θρόνο του ο άγιος
και μέσα σε κεριά, ψαλμούς, λιβάνια ,
είναι ο σύγχρονος θεός-ήλιος του γεωργού
όπως σε σπάνιες λαϊκές γκραβούρες,
περνάνε χάντρες-σύμβολα στους γύρους τους
Λάμπει μετά στο θρόνο του ο άγιος
και μέσα σε κεριά, ψαλμούς, λιβάνια ,
είναι ο σύγχρονος θεός-ήλιος του γεωργού
Διασκεδάζει
ο θλιμμένος Ινδιάνος.
Προς τον ολόφωτο άμβωνα πηγαίνει ο κόσμος
Το μάτι του λυκόφωτου σταμάτησε
να βλέπει πυρπολημένο το χωριό
Προς τον ολόφωτο άμβωνα πηγαίνει ο κόσμος
Το μάτι του λυκόφωτου σταμάτησε
να βλέπει πυρπολημένο το χωριό
(Σεζάρ
Βαγιέχο, «Αυτοκτονικό Τρίπτυχο»,
απόσπασμα, μτφ Ρήγας Καππάτος)
Ταξιδεύεις
πάντα μόνος;
Ναι. Το να ταξιδεύεις μόνος δεν είναι καθόλου βαρετό όπως πολλοί νομίζουν. Κάθε άλλο! Η επαφή με τους ντόπιους είναι καθημερινή, σε πόλεις ή σε χωριά ξεχασμένα από τον χρόνο. …Να παίζεις μπάλα με πιτσιρικάδες στη ζούγκλα και στα υψίπεδα, να μεθάς με caña (ποτό ζαχαροκάλαμου) με τους αυτόχθονες τη νύχτα.
Χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο κατά νου, φωτογραφίζω το ίδιο το ταξίδι. Τους ανθρώπους που συναντώ και γνωρίζω στην πορεία, τις φάτσες που μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον, τις οικογένειες στα σπίτια των οποίων θα μείνω κάποιες μέρες, τους αρχαιολογικούς χώρους, τη φύση και τα τοπία, τα απρόοπτα.
Τι
σε κάνει να επιμένεις πεισματικά στην
αναλογική φωτογραφία;
Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μία καλλιτεχνική ταυτότητα, αργά ή γρήγορα, ο καθένας βρίσκει αυτό που του ταιριάζει καλύτερα, τόσο στη θεματολογία όσο και στα εργαλεία που χρησιμοποιεί.
Ποτέ δεν είχα τον καλύτερο και ακριβότερο εξοπλισμό. Η κάμερα που χρησιμοποιώ κατά κόρον είναι μία Leicaflex του ’70. Ακόμα και η καλύτερη μηχανή δεν προσφέρει την παραμικρή βοήθεια εάν δεν έχεις κάτι μέσα στο κεφάλι σου, κυρίως μέσα στην καρδιά σου. Βασικότερο εργαλείο είναι το φως, η κάμερα έπεται.
Η φωτογραφία δρόμου είναι αυτή που κυνηγάω περισσότερο και φυσικά δουλεύω αναλογικά. Θεωρώ ότι το μέσο μικρή σημασία έχει. Εγώ διάλεξα τον δρόμο του φιλμ για τους δικούς μου λόγους.
Κατ’ αρχήν η αναμονή δίνει αξία στις φωτογραφίες και πρέπει οι εικόνες να γίνουν αναμνήσεις πριν αποκαλυφθούν μπροστά στα μάτια μας. Επομένως, το ψηφιακό δεν κρύβει και πολλές εκπλήξεις.
Μετά είναι θέμα εξάσκησης. Το ότι περιορίζομαι σε 36 πόζες και δεν έχω τη δυνατότητα να δω τι τράβηξα και να το διαγράψω, με βοηθά να είμαι προσεχτικότερος και να μελετώ το κάδρο μου καλύτερα. Όταν κάτι δεν σε αφήνει να κάνεις λάθη, δεν σε βοηθά να βελτιωθείς.
Εκτός όμως από τη λήψη, είναι και το κομμάτι της εμφάνισης. Ο σκοτεινός θάλαμος είναι κάτι που με μάγεψε από την πρώτη στιγμή και δεν σκοπεύω να χάσω την επαφή μαζί του. Το λευκό χαρτί που μέσα στο χημικό παίρνει μορφή είναι κάτι που δεν έχω ξεπεράσει ακόμα. Μεταξύ του σκοταδιού και των χημικών λοιπόν από τη μία και της οθόνης του υπολογιστή από την άλλη, διαλέγω το πρώτο.
Εμφανίζεις τη φωτογραφία με τα ίδια σου τα χέρια. Κάτι σαν Αποκάλυψη. Το ότι μπορείς με τα προγράμματα επεξεργασίας να κάνεις τα πάντα, δε μου λέει τίποτα απολύτως. Όσο λιγότερο επεμβαίνεις πάνω στη φωτογραφία τόσο πιο αληθινή θα είναι αυτή. Αν η επεξεργασία υπερτερεί του θέματος, τότε θεωρώ την εικόνα αυτή ψεύτικη.
Το αποτέλεσμα της ψηφιακής εικόνας είναι τόσο ευκρινές, τόσο τέλειο, που καταντάει χυδαίο. Έχει ξεφύγει από την πλαστικότητα και τη ζεστασιά του φιλμ και παράγει εικόνες χωρίς ψυχή.
Σαφώς και η αναλογική φωτογραφία έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από την ψηφιακή. Προτρέπω όμως αυτούς που ξεκινούν σήμερα να ασχολούνται με την τέχνη αυτή, να «φάνε τα μούτρα τους» αρχικά με την αναλογική.
Να κλείσουμε με τη δουλειά σου «Η Κάτω Κηφισιά», με τη γενέτειρα όπου έως τώρα επιστρέφεις. Είναι ευνόητο, καταρχήν, γιατί προκάλεσε αίσθηση. Δεν επρόκειτο απλώς για μία Κηφισιά που πολύ λίγοι γνωρίζουν, μα για μία Κηφισιά που δύσκολα μπορείς να υποψιαστείς ότι υπάρχει. Είναι, τρόπον τινά, μία αναπάντεχη έκπληξη να βλέπει κανείς ανόθευτες, αυθεντικές εικόνες, βγαλμένες, θα έλεγες, από τα παιδικάτα μας. Στην από ό,τι, αποδεικνύεται αρτηριοσκληρωμένη άποψη των πολλών, η Κηφισιά φέρει το δηθενικό περιτύλιγμα του βορείου ελληνικού προαστίου και τη συνειρμική που το ακολουθεί.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκθέσεις που ήταν καθαρά ταξιδιωτικές, αυτή ήταν μία έκθεση για τη γειτονιά μου. Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα και τη φωτογραφίζω τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Ήταν ένα θέμα που το είχα μπροστά μου. Έπαιρνα την κάμερα και έβγαινα στους δρόμους της γειτονιάς, ψάχνοντας για θέματα που μ’ ενδιέφεραν, χωρίς να έχω κάτι προσχεδιασμένο. Επρόκειτο για μία συνεχή εξερεύνηση του στενού περιβάλλοντός μου.
Φωτογράφιζα συγγενείς και γείτονες, παιδιά στις αλάνες, ερειπωμένα εργοστάσια, τα ρέματα, τους αμαξάδες στους στάβλους τους… Πολλές φορές, συνειδητοποιώντας την αλλαγή που συντελούνταν στην περιοχή, ήθελα να αποτυπώσω στο φιλμ σημεία της, προτού αυτά εξαφανιστούν. Χρόνια μετά, αυτό που ξεκίνησε ως απλή αποτύπωση-καταγραφή, άρχισε να παίρνει μορφή, ώστε να καταλήξει σε αυτό το πρότζεκτ.
Ναι, είναι αλήθεια πως πολλοί νομίζουν πως η Κηφισιά είναι μία περιοχή πλουσίων, αρίστων και γιάπηδων. Σαφώς και υπάρχει αυτό το στοιχείο. Από τον σταθμό και κάτω όμως είναι μία άλλη περιοχή. Είναι το λαϊκό κομμάτι του Δήμου κι εδώ θα συναντήσει κανείς βιοπαλαιστές, εργάτες, κηπουρούς, άνεργους και νέους που σπουδάζουν και δουλεύουν ταυτόχρονα. Είναι η περιοχή των εργατικών κατοικιών, των σπιτιών με τις όμορφες αυλές, τις αλάνες, τα κοτέτσια, τα βοσκοτόπια και φυσικά των μεταναστών, που συνυπάρχουν αρμονικά με τους Έλληνες.
Αυτού του είδους τα θέματα, δηλαδή της καταγραφής της καθημερινής ζωής, έχουν το εξής σημαντικό στοιχείο. Στη διάρκεια των λήψεων, δύσκολα περνά από το μυαλό σου ότι το πέρασμα του χρόνου και οι αλλαγές που επιφέρει, μπορεί να μεταμορφώσουν αυτή τη δουλειά σε ιστορικού χαρακτήρα ντοκουμέντο.
Αυτή η δουλειά τέλος, κρύβει για μένα την έννοια της πατρίδας. Τι εννοώ; Η οικογένεια, οι φίλοι, οι αλάνες και οι δρόμοι όπου παίζαμε και ματώναμε μικροί συνθέτουν την έννοια αυτή πολύ περισσότερο απ’ ότι η γλώσσα, τα σύνορα, η θρησκεία.
Εκθέσεις: H «Κάτω» Κηφισιά (ατομική), Παιδιά (ατομική), Guatemala (ατομική), Τοπίο (ατομική), Κάποτε στην Κηφισιά (ατομική), Mexico (ατομική), Σήμα (ομαδική), Ερείπια (ατομική), Lost in Peru (ατομική), Κάρπαθος (ατομική)