Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Canto General - Mikis Theodorakis / Pablo Neruda

Η πλήρης Ψηφιακή βάση δεδομένων της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη.

4300 και πλέον μουσικά κομμάτια από 300 δισκογραφικά άλμπουμ. 
Ανέκδοτες ηχογραφήσεις.



Mikis Theodorakis – Pablo Neruda

01. Algunas Bestias – Μερικά Ζωντανά.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, Δανάη Στρατηγοπούλου


Ήταν το λυκόφως της Ιγουάνας.
Απ’ το αψιδωτό λειρί
η γλώσσα της χυνόταν
σαν ακόντιο μες στη βλάστηση
ο μοναστικός μερμηγκοφάγος πατούσε
τη σέλβα με βάδισμα μελωδικό
το γουανάκο, ανάερο σαν οξυγόνο
πήγαινε στα φαιά πλατιά υψώματα
με τις χρυσές του μπότες
ενώ το λάμα άνοιγε τ’ αθώα του μάτια
μπροστά σ’ ένα κόσμο τρισευγενικό
γεμάτον δροσοστάλες
οι μαϊμούδες πλέκαν το νήμα
του ατελεύτητου ερωτισμού
στα ρείθρα της αυγής
ρίχνοντας τοίχους από γύρη
τρομάζοντας του Μούζου
τις πεταλούδες
με τα βιολετιά φτερουγίσματα
ήταν η νύχτα του καϊμάν
νύχτα καθάρια, πνιγμένη στα ρύγχη
που πρόβαλαν μες απ’ τη λάσπη
κι απ’ τα υπναλέα τενάγη
ένας μουντός θόρυβος από πανοπλίες
γυρνούσε στη χθόνια καταγωγή
Ο ιαγουάρος άγγιζε τα φύλλα
με τη φωσφορική απουσία του
τρέχει η πούμα μέσα στα κλαδιά
σαν την καταλυτική φωτιά
ενώ μέσα της καίνε της σέλβας
τα μάτια τα αλκοολικά
οι ασβοί γδέρνουν τα πόδια του ποταμού
κι οσμίζονται τη φωλιά
που μέσα και πάνω στη λαχταριστή
λιχουδιά της
θα χυμήξουνε με κόκκινα δόντια
και στο βάθος του μείζονος νερού
ίδιος κύκλος της γης
σκεπασμένος λάσπη λειτουργική
θρησκευτικός και αδηφάγος
κείται ο γίγας ανακόντα.


02. Voy A Vivir – Εγώ θα ζήσω.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, Δανάη Στρατηγοπούλου

Εγώ δεν θα πεθάνω
Τώρα τούτη τη μέρα τη γεμάτη ηφαίστεια
κινάω για τα πλήθη, τη ζωή.
Αφήνω ταχτοποιημένα εδώ τούτα τα πράγματα,
σήμερα που οι πιστολάδες σεργιανίζουν με τη “δυτική κουλτούρα” υπό μάλης,
με τα χέρια που σκοτώνουν στην Ισπανία, και τις κρεμάλες που αιωρούνται στην Αθήνα,
και την ατιμία που κυβερνάει τη Χιλή και παύω πια να λέω.
θα μείνω εδώ
με λέξεις και λαούς και δρόμους που με προσμένουνε ξανά,
και που χτυπούν με χέρια έναστρα την πόρτα μου.


03 Mi partido – Στο κόμμα μου.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, Δανάη Στρατηγοπούλου.

Αδερφοσύνη μου’ δωσες γι’ αυτούς που δε γνωρίζω.
Μου πρόστεσες τη δύναμη όλων αυτών που ζούνε.
Μου ‘δωσες την πατρίδα μου σα μια καινούρια γέννα.
Μου ‘δωσες την ευθύτητα που χρειάζετε το δέντρο.
Μου’ δωσες και τη λευτεριά που δεν την έχει ο μόνος.
Τη διαφορά κι ενότητα να βλέπω στους ανθρώπους.
Μες στη πραγματικόττα να χτίζω σα σε βράχο.
Και στα σκληρά των αδερφιών κρεβάτια να κοιμάμαι.
Την καλοσύνη μου’ μαθες σαν τη φωτιά ν’ ανάβω.
Τη δυνατότη της χαράς το μεγαλείο του κόσμου.
Το πώς πεθαίνει η πίκρα ενός μες σ’ ολονών τη νίκη.
Μ’ έκανες τοίχο του τρελού κι αντίπαλο του αχρείου.
Μ’ έκανες ακατάλυτον γιατί μου έχεις μάθει ότι με σένανε μαζί σ’ εμένα δεν τελειώνω.
Ότι με σένανε μαζί σ’εμένα δεν τελειώνω.


04. Los Libertadores
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, Δανάη Στρατηγοπούλου

Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο της καταιγίδας, το δέντρο του λαού.
Άπ’ τη γη ανεβαίνουν οι ήρωές του όπως τα φύλλα απ’ το χυμό,
κι ο άνεμος θρίβει τα φυλλώματα της βουερής ανθρωποθάλασσας
ώσπου πέφτει στη γη ξανά.
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο που τράφηκε με γυμνούς νεκρούς,
νεκρούς μαστιγωμένους και πληγωμένους νεκρούς με απίθανη όψη
παλουκωμένους σε κοντάρια, κομματιασμένους στην πυρά, αποκεφαλισμένους με τσεκούρια, πετσοκομμένους απ’ τα τέσσερα άλογα, σταυρωμένους μες στην εκκλησια,
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο που ‘ναι οι ρίζες του ζωντανές,
πήρε μαρτυρικά νίτρο,
φάγαν οι ρίζες του αίμα ρούφηξε δάκρυα απ’ το χώμα: τ’ ανέβασε με τα κλαδιά του,
τα μοίρασε μες στην αρχιτεκτονική του,
Γίναν αόρατα λουλούδια, άλλοτε λουλούδια θαμμένα κι άλλοτε τα πέταλά τους
φωτίσαν σαν πλανήτες
Κι ο άνθρωπος μάζεψε απ’ τους κλώνους
τα δεμένα μπουμπουκάκια
χέρι, χέρι τα παράδωσε σα ρόδια ή μαγνόλιες,
και κείνα ευθύς τη γη ανοίξαν,
κι έφτασαν ψηλά ως τ ‘αστέρια.
Αυτό το δέντρο των ελεύτερων.
Το δέντρο γη, το δέντρο σύννεφο, το δέντρο ψωμί, το δέντρο ακόντιο, το δέντρο γροθιά,
το δέντρο φωτιά.
Το πνίγουν τα φουρτουνιασμένα νερά
του νύχτιου καιρού μας,
μα στο κατάρτι ζυγιάζεται της εξουσίας του ο τροχός.
Άλλοτε πάλι ξαναπέφτουν τα κλαδιά σπασμένα απ’ την οργή και μια στάχτη απειλητική
σκεπάζει το αρχαίο μεγαλείο του: έτσι πέρασε μες από άλλους καιρούς
έτσι ξέφυγε το άγχος το θανατερό,
ώσπου ένα χέρι μυστικό, κάποια μπράτσα αναρίθμητα, ο λαός, φύλαξε τα κομμάτια,
έκρυψε αναλλοίωτους κορμούς,
και τα χείλη τους ήταν τα φύλλα του πελώριου μοιρασμένου δέντρου
που διασπάρθηκε σ’ όλες τις μεριές, που ταξίδεψε μ’ όλες του τις ρίζες
αυτό είναι το δέντρο, το δέντρο του λαού, όλων των λαών της λευτεριάς, του αγώνα.
Έλα ως τη χαίτη του,
άγγιξε τις ξανανιωμένες του αχτίδες,
βύθισε το χέρι στα εργαστήρια όπου ο παλλόμενος καρπός του το φως του διαδίδει καθημερινά.
Σήκωσε τη γη τούτη στα χέρια σου,
μέθεξε σε τούτη τη λαμπρότητα,
πάρε το ψωμί σου και το μήλο σου, την καρδιά σου και το άτι σου
και στήσε φρούριο στο σύνορο, στη μεθόριο της φυλλωσιάς του
Υπερασπίσου τα χείλη κάθε στεφάνης του, μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες,
άγρυπνα για το τόξο της αυγής, στηρίζοντας το δέντρο,
το δέντρο που μεστώνει καταμεσής στη γη.


05. Lautaro (1550) – Ο Λαουτάρο.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, Δανάη Στρατηγοπούλου.

Το αίμα αγγίζει ένα κοίτασμα χαλαζία.
Θεριεύει το πέτρωμα εκεί που πέφτει η στάλα.
Έτσι γεννιέται από τη γη ο Λαουτάρο.
Ήταν ο Λαουτάρο βέλος λεπτό.
Λυγερός και γαλάζιος ήταν ο πατέρας μας.
Η πρώτη του ηλικία ήτανε σκέτη σιωπή.
Η εφηβεία του ήταν αυτοκυριαρχία.
Η νιότη ήταν οδηγητής άνεμος.
Προετοιμάστηκε σα μακρύ ακόντιο.
Συνήθισε τα πόδια στους καταρράκτες.
Εκπαίδευσε το κεφάλι μες΄στα αγκάθια.
Ασκήθηκε στις δοκιμασίες του γουανάκο.
Έζησε στα φωλιάσματα των πάγων.
Άρπαξε την τροφή των αετών.
Έξυσε της βουνοκορφής τα μυστικά.
Συντήρησε τα πέταλα της φωτιάς.
Βύζαξε κρύαν άνοιξη.
Κάηκε στα λαρύγγια της κόλασης.
Έγινε κυνηγός σ΄άγρια όρνια.
Οι κάπες του βαφτήκανε με νίκες.
Διάβασε της νύχτας τις προκλήσεις.
Συγκράτησε τις πτώσεις του θειαφιού.
Έγινε γρηγοράδα, φως ξαφνιαστικό.
Πήρε τους αργούς ρυθμούς του φθινοπώρου.
Δούλεψε στις αθώρητες αϊτοφωλιές.
Κοιμήθηκε στων παγετώνων τα σεντόνια.
Εξομοιώθηκε με του βέλους τη διαγωγή.
Ήπιε στις στράτες το αίμα το αψύ.
Το θησαυρό άρπαξε των κυμάτων.
Έγινε απειλή σα σκοτεινός θεός.
Έφαγε σ΄όλα του λαού τα μαγεριά..
Διδάχτηκε το αλφάβητο της αστραπής.
Οσμίστηκε τις σκόρπιες στάχτες.
Τύλιξε με δορές μαύρες την καρδιά.
Διάβασε την κλωστένια σπείρα του καπνού.
Χτίστηκε με ίνες της σιγής.
Λαδώθηκε σαν την ψυχή της ελιάς.
Έγινε κρύσταλλο με σκληρή διαφάνεια.
Σπούδασε άνεμος της καταιγίδας.
Χτυπήθηκε ως να σβήσει το αίμα.
Τότε μόνο έγινε άξιος του λαού του. 


06. Sandino (1926)
– Σαντίνο.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου.

Συνέβει τότε θάφτηκαν σε δικά μας χρώματα που ρήμαξαν,
ανάπηροι, επαγγελματικοί, οι σταυροί.
Έφτασε το δολάριο με δόντια επιθετικά να δαγκάσει τη γη,
στον ποιμενικό λαιμό της Αμερικής.
Άρπαξε τον Παναμά μ΄ άγρια σαγόνια, έμπηξε στην αφράτη γη τα καπρόδοντα του,
ανατάραξε στο βόρβορο ουίσκι κι αίμα κι αίμα κι όρκισε έναν Πρέδρο με ρεντικότα:
“Έσεται μεθ΄ημών η δωροδόκια ή επιούσιος”
Ύστερα ήρθε ο χάλυβας,
Και το κανάλι διαίρεσε τις κατοικίες: από δω οι αφέντες, από κει οι υπηρέτες.
Τρέξανε κατά τη Νικαράγουα.
Κατέβηκαν ντυμένοι στ΄άσπρα,
Ρίχνοντας δολάρια και μπιστολιές.
Εκεί όμως σηκώθηκε ένας καπετάνιος που είπε: “Όχι, δε θα φέρεις εδώ τις λιτανείες σου και τις μποτίλιες σου”
Του υποσχέθηκαν ένα πορτραίτο Προέδρου με γάντια,
Με ταινία στο στήθος και γόβες από ολοκαίνουργιο λουτρίνι.
Ο Σαντίνο πέταξε τις μπότες του,
βουτήχτηκε στους πηχτούς βάλτους,
τυλίχτηκε γύρω του τη νοτισμένη ταινία της λευτεριάς μέσα στη σέλβα,
Και σφαίρα τη σφαίρα αποκρίθηκε στους «εκπολιτιστές»
Η βορειοαμερικάνικη λύσσα στάθηκε ανείπωτη: κατατοπισμένοι πρεσβευτές
έπεισαν τον κοσμάκη πως η Νικαράγουα ήταν η αγάπη τους,
πως κάποτε έπρεπε να μπει στα νυσταλέα σπλάχνα της ο νόμος και η τάξη.
Ο Σαντίνο κρέμασε τους παρείσαχτους.


07. Vienen Los Parajos
– Έρχονται τα πουλιά.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου

Ολα ήταν πέταγμα στή γή μας.
Σταγόνες αίμα καί φτερό οί καρδερίνες,
Άφαίμαζαν τή χαραυγή τού Άνάγουακ.
Τό τουκάν, αξιολάτρευτο ήταν κουτί
μέ καλογυαλισμένα φρούτα.
Τό κολιμπρί διαιώνιζε τά πρωτεϊκά
σπιθοβολήματα τής αστραπής
κι οί μικρές πυρκαγιές του
φουντώναν στόν άσάλευτο αγέρα.
Οί λαμπερόχρωμοι παπαγάλοι πλημμύριζαν
τά βάθη τών φυλλωμάτων
σα λάμες από πράσινο χρυσάφι
φρεσκοβγαλμένο άπ’ τόν πολτό
τού αποπνιχτικού βάλτου,
και μες από τα μάτια τους τα κυκλικά
ένας κίτρινος κοίταζε κρίκος
παλιός όσο τά όρυχτά.
Ολοι οί αητοί τ’ ούρανοϋ
σίτιζαν τό ματωμένο σόι τους
στό ακατοίκητο γαλάζιο,
καί μέ τά σαρκοβόρα του φτερά
πέταγε πάνω άπό τόν κόσμο
ό κόντωρ, ό βασιλιάς δολοφόνος,
καλόγερος έρημικός των ουρανών.
του χιονιού μαύρο χαϊμαλί,
λαίλαπα σέ γερακιού φωλιά.
Τό όρνέρο, με την επιδέξια μηχανική του
έφτιαχνε άπό λάσπη ευωδιαστή
μικρά εύηχα θέατρα
όπου εμφανιζόταν τραγουδώντας.
Τό άτάχακαμίνος πέρναγε
μπήζοντας τήν υγρή κρωξιά του,
στον όχθο τής ύπόγειας πηγής.
Η άραουκάνικη τρυγόνα έχτιζε
τραχιές φωλιές στους άγριόβατους
κι εκεί απίθωνε τό δώρο τό βασιλικό
τών πιτσιλωτών αυγών της.
Η λόικα τού Νότου, μυρωμένη,
γλυκιά φθινοπωρινή ξυλουργός,
καμάρωνε το έναστρο στήθος της
πλουμισμένο μέ πορφυρούς αστερισμούς,
κι ο ανταρκτικός τσινγκόλο άνασήκωνε
τή φλογέρα του πού μόλις περιμάζεψε
άπ’ τήν αιωνιότητα τών νερών.
Καί τό φλαμένκο, ύγρό νούφαρο,
άνοιγε τις ρόδινες
καθεδρικές του πύλες.
και φτερούγιζε σάν τήν αυγή
πέρ’ άπ’τό δάσος τό πνιχτό,
όπου κρέμονται τά πολύτιμα πετράδια
του κετσάλ, πού άξαφνα ξυπνάει,
άναδεύει, ξεγλιστράει καί σκάει τή λάμψη του
ταξιδεύοντας στά ύψη την παρθένα του φλόγα.
Φτερουγίζει ένα βουνό πελαγίσιο
κατά τα νησιά, ένα φεγγάρι πουλιά
πού οδεύουνε κατά τό Νότο,
πάνω στά λιπασματικά
νησιά τού Περού.
Είναι ένα ζωντανό ποτάμι από σκιά,
είναι κομήτης απροσμέτρητες
μικρές καρδιές,
πού τόν ήλιο σκοτεινιάζουν τού κόσμου,
ένα αστέρι μέ ουρά δασιά
πού άρμενίζει κατά τό άρχιπέλαγος.
Καί στό τέρμα τού οργισμένου
πελάγου, στή βροχή του ωκεανού
προβάλλουν τά φτερά τού άλμπατρος,
δίδυμα συστήματα άλατιού,
καί έγκαθιδρύουν στή σιωπή,
σέ χειμαρρώδεις μέσα τρικυμίες,
μέ τήν αυστηρή ιεραρχία τους
την τάξη τών μοναξιών.


08. La United Fruit Co. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου.

Όταν ήχησαν οι σάλπιγγες,
όλα είχαν ετοιμαστεί πάνω στη γη,
κι ο Ιεχωβά μοίρασε τον κόσμο σε Coca Cola Inc.,
Ανακόντα, Ford Motors και σε άλλες μονάδες.
Η Εταιρία Φρούτων Inc. κράτησε γι’ αυτήν το πιο ζουμερό: το κεντρικό παράλιο της γης μου
τη γλυκιά μέση της Αμερικής.
Της ξαναβάφτισε τα χώματά της,
“Δημοκρατίες της Μπανάνας” και πάνω στους ξεχασμένους νεκρούς,
πάνω στους ταραγμένους ήρωες που καταχτήσανε το μεγαλείο, τη λευτεριά και τις σημαίες, ίδρυσε την “Όπερα Μπούφα” της: αλλοτρίωσε τις λεύτερες θελήσεις,
πρόσφερε καισαρικά στέμματα, εξαπόλυσε τον φθόνο, κουβάλησε τη διχτατορία “της Μύγας” μύγα Τρουχίγιο, μύγα Τάτσος, μύγα Καρρίας, μύγα Μαρτίνες, μύγα Ουβίκο,
μύγες ποτισμένες με αίμα ταπεινό και μαρμελάδα, μύγες μπεκρούδες που βουίζουνε,
πάνω στα ομαδικά λαϊκά νεκροταφεία, μύγες τσίρκου, σοφές μύγες,
ειδικευμένες στην τυραννία.
Μέσα στις αιμόχαρες μύγες, ξεμπαρκάρει η “Φρούτων”,
ξεχειλίζοντας με καφέ και φρούτα τα καράβια της
που ξεγλιστράνε σα νταβάδες με θησαυρούς
απ’ τα στραγγαλισμένα μας χώματα.
Και την ίδια ώρα, απ’ τις ζαχαρωτές, αβύσσους των λιμανιών,
οι Ίνδιοι γκρεμίζονταν και θάβονταν μέσα στην πάχνη του πρωινού: κυλάει ένα κορμί,
ένα πράμα χωρίς όνομα, ένα νούμερο πεσμένο,
ένα κλαδί νεκρή οπώρα, λιωμένη στα σαπιστήρια.


09. America Insurrecta
– Ξεσηκωμένη Αμερική.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου

Η γη μας, γη πλατιά ερημιές,
πλημμύρισε βουητό, μπράτσα, στόματα.
Μια βουβαμένη συλλαβή άναβε λίγο, λίγο συγκρατώντας το παράνομο ρόδο,
ωσότου οι πεδιάδες δονήθηκαν όλο σίδερο κι καλπασμό.
Σκληρή η αλήθεια σαν αλέτρι έσκισε τη γη, θεμελίωσε τον πόθο,
έπνιξε τις φύτρες της προπαγάνδας τους και λευτερώθηκε μέσα στη μυστική άνοιξη.
Είχε βουβαθεί το λουλούδι της, είχε κυνηγηθεί το συναγμένος φως της,
είχε χτυπηθεί το μαζικό της προζύμι,
των κρυμμένων λάβαρων το φιλί,
αυτή όμως ξεπετάχτηκε σκίζοντας τοίχους αποσπώντας τις φυλακές απ’ τη γη.
Κούπα της έγινε ο σκούρος λαός.
Παράλαβε το εξοστρακισμένο υλικό το διάδωσε στης θάλασσας τα πέρατα,
το κοπάνισε σ’ αδάμαστα γουδιά και βγήκε με χτυπημένες σελίδες και με την άνοιξη στο δρόμο.
Ώρα χτεσινή, ώρα μεσημεριού, ώρα σημερινή ξανά, ώρα καρτερεμένη,
ανάμεσα στο λεφτό που πέθανε και σ’αυτό που γεννιέται,
στην αγκαθιασμένη εποχή της ψευτιάς.
Πατρίδα, έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς,
από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί μια σταγόνα αίμα πετούμενο
και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,
μες από εκεί που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη.
Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ’ το λαό.
Σήμερα θα βγεις μες απ’ το κάρβουνο και τη δρόσι.
Σήμερα θα καταφέρεις να τραντάξεις τις πόρτες με χέρια κακοπαθιασμένα,
με κομμάτια ψυχής που περισώθηκε,
με δέσμες από βλέμματα που ο θάνατος δεν έσβησε:
εργαλεία φοβερά κάτω απ’ τα κουρέλια, έτοιμα για τη μάχη.


10. Vegetaciones
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Στίχοι: Pablo Neruda, Δανάη Στρατηγοπούλου

Στα χώματα, που δεν είχαν όνομα κι ούτε αριθμό κατέβαινε ο άνεμος από κυριαρχίες άλλες.
Έφερνε η βροχή κλωστές ουράνιες, και των κυοφορούντων βωμών,
ο υγρός Θεός ξανάδινε τα λουλούδια και τις ζωές μέσα στη γονιμότητα,
αυγάταινε ο καιρός το χακαραντά, έσκαγε αφρό από φωτοβολήματα γαλάζια,
η αραουκάρια με τις εχθρικές της λόγχες ήτανε η μεγαλοπρέπεια αντίκρυ στο χιόνι
το αρχέγονο δέντρο καόβα διύλιζε στην κορφή του αίμα,
κι εκεί στο Νότο των αλέρσε
το δέντρο – κεραυνός, το κόκκινο δέντρο, το δέντρο – αγκάθι και το δέντρο μάνα,
το πορφυρό σέιβο, το δέντρο κάουτσο ήτανε χθόνιοι όγκοι, ήτανε ήχος,
υπάρξεις ήταν του χώρου τούτου.
Ένα διάχυτο καινούργιο άρωμα πλημμύριζε,
απ’ τις ρωγμές της γης,
ανάσες που άλλαζαν σε μύρο και καπνό: ο χλωρός άγριος ταμπάκος ύψωνε
τους αέρινους φανταστικούς ροδώνες του.
Βέλος που κορυφώνεται σε φλόγα πρόβαλε τ’ αραποσίτι, κι η κορμοστασιά του ξεκουκκίστηκε, και πάλι αναγεννήθηκε, σκόρπισε τ’ αλεύρι του, γέμισε νεκρούς κατ’ απ’ τις ρίζες του,
και λίγο, λίγο, μέσα στο λίκνο του είδε να ξεπετιούνται οι θεοί των βλασταριών.
Πλατωσιές και φαράγγια μοιράζονταν το σπόρο του άνεμου στης κορδιγιέρας τα φτερά,
φως πυκνά από σπειριά και βλασταράκια,
τυφλή αυγή βυζαγμένη απ’ τους υπόγειους πηχτούς χυμούς
της αδυσώπητης ζώνης των βροχών,
των κλειστών νυχτιάτικων πηγών, των πρωινών δεξαμενών.
Κι ακόμα, στα λιβάδια σαν ελάσματα του πλανήτη, κάτω από ένα δροσερό λαό αστεριών το ομπού, βασιλιάς της βλάστησης σταματούσε το λεύτερο αγέρα,
το βουερό πέταγμα και καβαλίκευε την πάμπα κρατώντας την με χιλιόκλαδα γκέμια και ρίζες.
Δρυμέ Αμερικάνε, άγριε βάτε μέσα στα πέλαγα
από πόλο σε πόλο ελίκνιζες σαν πράσινο θησαυρό την πήχτρα της χλωρίδας σου.
Βλάσταινε η νύχτα σε πολιτείες από σπάρους ιερούς σε ξύλο θροϊκό,
σε πελώρια φύλλα που σκέπαζαν το βλαστερό λιθάρι, τις γέννες.
Πράσινη μήτρα σπερματικό σεντόνι αμερικάνικο, πηχτή αποθήκη, ένα κλαδί φούντωσε σα νησί, ένα λουλούδι έγινε αστραπή και μέδουσα,
ένα τσαμπί στρογγύλεψε την περίληψη του,
μια ρίζα κατέβηκε ως τα ερέβη.


11. Amor America (1400) – Αμορ Αμέρικα.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης. Στίχοι: Pablo Neruda. Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου.

Πριν από την περούκα και την καζάκα ήταν τα ποτάμια,
ποτάμια αρτηριακά,
ήταν οι οροσειρές που πάνω στο φαγωμένο κύμα τους
ο κοντώρ και το χιόνι μοιάζαν ασάλευτα,
ήταν η υγράδα και η λόγχη, ο κεραυνός,
δίχως όνομα ακόμη, οι πάμπες οι πλανητικές.
Ο άνθρωπος γη ήτανε, στάμνα, βλέφαρο, τρεμουλιαστού πηλού,
μορφή του άργιλου, ήταν κανάτι καρίβε,
πέτρα τσίμπσα κούπα ιμπέριαλ ή πυρίτης αραουκάνικος.
Τρυφερός και ματωμένος ήταν,
αλλά στο στου όπλου του τη λαβή από υγρό κρύσταλλο τ΄αρχικά της γης ήτανε γραμμένα.
Κανείς δεν μπόρεσε ύστερα να θυμηθεί: ο άνεμος τα λησμόνησε,
η γλώσσα του νερού θάφτηκε, οι κώδικες χάθηκαν ή πνιγήκανε στο αίμαή στη σιωπή.
Η ζωή δε χάθηκε, βοσκαδέρφια.
Μα σαν άγριο τριαντάφυλλο έπεσε μια πορφυρή σταλαγματιά στη λόχμη,
και σβήστηκε ένα φωτιστικό της γης.
Εγώ είμαι εδώ για να πω την ιστορία.
Απ΄ την ειρήνη του βουβαλιού
ως τις μαστιγωμένες αμμουδιές της τελικής γης
ως εκεί που στοιβάχτηκαν όλοι οι αφροί, στο φως το ανταρκτικό,
και στις σπηλιές των γκρεμνών της ζοφερής βενεζολάνικης ειρήνης σ΄αναζήτησα,
πατέρα μου,
νεαρέ πολεμιστή από χαλκό και καταχνιά, κι εσένα γαμήλιο φυτό,
αδάμαστη χαίτη, μάνα του κροκόδειλου, μεταλλική περιστέρα.
Εγώ, Ίνκαϊκος του κόκκινου άργιλου άγγιξα την πέτρα και είπα: Ποιος με περιμένει;
Κι έσφιξα το χέρι μου πάνω σε μια χούφτιά κούφιο κρύσταλλο.
Μα πήγα μες απ΄τα λουλούδια του σα-ποτέ κι ήταν το φως γλυκό σαν ελαφάκι,
κι ήταν ίδιο πράσινο βλέφαρο ή σκιά.
Γη μου χωρίς όνομα, χωρίς Αμερική, στημόνι ισημερινό, δόρυ άλικο,
το άρωμα σου σκαρφάλωσε πάνω μου απ΄τις ρίζες ως το ποτήρι
που ΄πινα, ως την παραμικρή λέξη, αγέννητη ακόμα, στο στόμα.


12. A Emiliano Zapata – Στον Εμιλιάνο Ζαπάτα.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης. Στίχοι: Pablo Neruda. Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου.

Σαν πληθύναν οι συφορές πάνω στη γη
κι οι ερημικές ξεραγκαθιές
απόμειναν της αγροτιάς μοναδική κληρονομιά
κι απαράλλαχτα σαν πρώτα οι αρπαχτικές
μεγαλόπρεπες γενειάδες, και τα μαστίγια, τότε, ανθός και φωτιά μανιάσανε…
…Μπεκρούλα, φεύγω
στην πρωτεύουσα πάω…
γάυγισε στο κοντό ξημέρωμα
και σείστηκε απ΄τα μαχαίρια η γης,
κι από τις πίκρες τρωγλοφωλιές της
ο δουλεργάτης έπεσε σαν ξεσπειριασμένο αραποσίτι
στην ερημιά που τρελαίνει.
…να πω στ΄αφεντικό
που έστειλε να με φωνάξουν…
Τότε ο Ζαπάτα έγινε γη και αυγή.
Ξεφύτρωσε σ’ ολόκληρο τον ορίζοντα το πλήθος της αρματωμένης σποράς του.
Σε μιαν επίθεση σε νερά και σύνορα η σιδεροπηγή της Κοαγουίλα.
και τ’ αστρικά λιθάρια της Σονόρα,
όλα σμίξανε στο βήμα του το πρωτοπόρο,
στον καμπίσιο από αλογοπέταλα καταρράχτη του.
…πως απ’ το ράντσο αν φύγει
γρήγορα θα ‘ρθει πίσω…
Μοίρασ’ το΄ το ψωμί, τη γη: είμαι κοντά σου.
Εγώ τ΄απαρνιέμαι τα ουράνια βλέφαρα μου.
Εγώ, Ζαπάτα, ξεκινάω με τη δροσιά και με ιππικά
της αυγής, με μια ντουφεκιά μες απ΄τις φραγκοσυκιές
ώσαμε τα σπίτια με τα ροζ ντουβάρια.
…κορδελίτσες για τα μαλλάκια σου,
μην κλαις τον Πάντσο σου…
Πάνω στις σέλες κοιμάτε το φεγγάρι.
Ο θάνατος στοιβαγμένος και μοιρασμένος
κείτεται μαζί με τους στρατιώτες του Ζαπάτα.
Ό ύπνος κρύβει πίσω στα οχυρώματα της νύχτας της βαριάς τη μοίρα του,
το σκοτεινό του επωαστικό σεντόνι.
Η φωτιά μαζεύει άγρυπνο αγέρι: λίπος, ιδρώτα, και νυχτιάτικο μπαρούτι.
…Μπεκρούλα, φεύγω
για να σε ξεχάσω…
Ζητάμε πατρίδα για τον ταπεινωμένο,
το μαχαίρι σου διαιρεί την πατρική κληρονομιά
και οι ντουφεκιές και τα άτια κάνουνε
τα βασανιστήρια και τα γένια του μπόγια να τρέμουν.
Η γη μοιράζεται με το δίκανο.
Αγρότη που σε τρώει το χώμα μην περιμένεις
απ’ τον ιδρώτα σου το άπλερο φως,
ούτε το στρέμμα τ’ ουρανού σου να στο φέρουνε
μπρος στα πόδια σου.
Πετάξου απάνω και κάλπασε με τον Ζαπάτα.
…Ήθελε να τη φέρω
μα είπε όχι…
Μεξικό, παράξενη γεωργία,
αγαπημένο χώμα,
μοιρασμένο στους μελαμψούς: απ’ τις λόγχες του καλαμποκιού
ξεπετάχτηκαν στον ήλιο οι ιδρωμένοι κένταυροί σου.
Απ’ το χιόνι του Νότου έρχομαι να σε τραγουδήσω.
Άσε με να καλπάσω μες στη μοίρα σου,
να πνιγώ στο μπαρούτι και στ’ αλέτρια.
….Κι αν είναι να κλαις
γιατί να ξαναρθείς…

13. Nuruda Raquiem Eternam
Μίκη Θεοδωράκη

Nuruda Raquiem Eternam
Δάκρυα για τους ζωντανούς
Αμέρικα σκλάβα
Σκλάβοι όλοι
Λακρυμόζα
Ήσουν ο στερνός ήλιος
Τώρα κυβερνούν νάνοι
Ορφάνεψε η γη.