Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ: Επανάστασή μας, αγάπη μας


5 ποιήματα για την Ανακτημένη Νήσο


Από την ποιητική συλλογή
Ναι στην Επανάσταση
Μετάφραση – Σημειώσεις – Επιμέλεια

Με αφορμή τα 63 χρόνια της Μεγάλης Κουβανικής Επανάστασης, 1 Γενάρη 1959,  μεταφράζονται 5 αντιπροσωπευτικά ποιήματα μιας από τις σημαντικότερες φωνές της εποχής μας:

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ (Roberto Fernández Retamar, Αβάνα. 9 Ιουν. 1930 – 20 Ιουλ. 2019). Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, με περί τις τριάντα ποιητικές συλλογές και πλήθος δοκιμίων. Από τους πρώτους στενούς συνεργάτες του Τσε και του Φιντέλ, κεντρική φιγούρα στην Κούβα από την Επανάσταση του 1959 μέχρι το θάνατό του. Υπογράφει, μεταξύ άλλων, και την Εισαγωγή στο βιβλίο του Τσε, Ανταρτοπόλεμος.



Η ΑΝΑΚΤΗΜΕΝΗ ΝΗΣOΣ

 Το άλογο, η πεταλούδα, ο ναύτης, ο γάτος,

Το μεγάλο ψάρι και το μικρό ψάρι
Τη βάλανε να ξεφωνίζει στης λοταρίας το γλέντι απ’ όπου δε θα βγει
Παρά μόνο με τα στήθια κομμένα.
                                                               Ο γαλόγυπας
Και το σκουλήκι χαίρονται. Το σαλιγκάρι διασκεδάζει.

Μα τα χιλιάδες καθημερνά μάτια θα σηκωθούνε ξανά,
Ντόμπρα, αγέρωχα, σχεδόν θεϊκά,
Με κάτι το αρχαγγελικό χωρίς προηγούμενο,
Και η καταρρακωμένη σύναξη των μαγισσών θα πετάξει μακριά
Αφήνοντας πληγωμένη αλλά αναγεννημένη
Τη σάρκα της Ωραίας Κοιμωμένης που ξυπνά.

  

Ο ΑΛΛΟΣ
(1 Γενάρη 1959)

 Εμείς, οι επιζήσαντες,

Σε ποιους χρωστάμε τη ζωή μας;
Ποιος πέθανε αντί για μένα στο μπουντρούμι,
Ποιος έφαγε τη σφαίρα τη δική μου ―
Αυτή που ήτανε για μένα― στην καρδιά του;
Χάρη σε ποιον σκοτωμένο βρίσκομαι στη ζωή,
Να κουβαλάω τα κόκκαλά του μέσα μου;
Τα μάτια που του ξεριζώσανε να βλέπουνε
Μ’ αυτά που έχω για δικά μου;
Με χέρι που δεν είναι χέρι του ―
Και που δεν είναι πια ούτε και το δικό μου―
Λέξεις σακατεμένες γράφοντας
Εκεί όπου  α υ τ ό ς  δεν είναι τώρα ζωντανός;

 

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΑΣ

Με το πουκάμισό μου το μπλε του πολιτοφύλακα
Είμαι πιο ευτυχισμένος.
                                          Κι εσύ γυναίκα, με το μπλε σου πουκάμισο
της πολιτοφυλακής, βρίσκεσαι κάπου αλλού,
Όπως κι εγώ ―το όπλο επ’ ώμου― παρακολουθώντας ίσως,
Τώρα, τα ίδια αστέρια μ’ εμένα.
Σκέφτομαι πως βρίσκεσαι δίπλα σ’ εκείνο το απόμακρο φως.
Πως αυτό το νυχτερινό αεράκι σού χαϊδεύει
Το άγρυπνο πρόσωπο. Πως κάποιος θόρυβος
Μπορεί να προέρχεται κι απ’ τους δύο μας. Πως στεκόμαστε
Όρθιοι την ίδια στιγμή, πως περπατάμε τριγύρω, μακριά.
Σαν να μην υπάρχει ετούτη η απόσταση,
Κι αντί να βρίσκεσαι στο σκοτάδι ολομόναχη,
Με το όπλο στο χέρι, ν’ ακούς το ευαίσθητο
Λαχανιασμένο στήθος της νύχτας,
                                                              βρισκόμαστε
Μαζί, ενωμένα τα χέρια μας, ενωμένα τα μπλε μας
Πουκάμισα, και δεν είμαστε εμείς
Αυτοί που αφουγκράζονται, παρά μόνο ο θόρυβος· όχι
Αυτοί που με το βλέμμα σαρώνουνε προσεκτικά το σκοτάδι, παρά
Αυτοί που μες στο σκοτάδι ξεχνάνε το φως,
Και μ’ ένα αιφνίδιο θρόισμα βυθίζονται
Στην πάμφωτη νύχτα του έρωτα.

   

ΠΑΤΡΙΔΑ

 Τώρα ξέρω· δεν είσαι η νύχτα· είσαι

Μια άκαμπτη και καθημερνή βεβαιότητα
Είσαι η αγανάχτηση, είσαι ο θυμός
Που μας ορθώνουν απέναντι στον εχθρό.
Είσαι η γλώσσα για να καταλάβουμε
Πολλούς ανθρώπους που μεγαλώσανε μέσα στο φως σου.
Είσαι η γη η αληθινή, ο αέρας
Που τον ζητάει πάντα το στήθος για ν’ αναπνεύσει.
Είσαι η ζωή που ήτανε χτες η υπόσχεση
Των βυθισμένων στα σπλάχνα σου νεκρών.
Είσαι ο τόπος της μύχιας αγάπης,
Της χαράς και του θάρρους και
Της επιτακτικής προσμονής για το θάνατο.
Είσαι ο λόγος της ύπαρξής μας,
Είσαι η πέτρα που πάνω της ξέρουμε πως είμαστε εμείς,
Είσαι η όμορφη, είσαι η τεράστια κάσα
Που μέσα της θα διαλυθούνε τα κόκκαλά μας
Για να συνεχίσει να πλάθεται η μορφή σου.

  

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΑΣ, ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ

 Τον πρώτο χρόνο μετά το θάμπος και τη σιγουριά της πατρίδας,

Ξέραμε κιόλας πως οι σβησμένες φωτιές πάνω στη Σιέρα
Θα ανάβανε πάλι για να κρατήσουνε το νησί ζεστό
Όπως το είχαμε ονειρευτεί, όπως το είχαμε κατακτήσει.
Ο δεύτερος χρόνος μάς βρήκε με το όπλο στο χέρι, ευτυχισμένους
Γιατί μπορούσαμε να μοιραστούμε τον κίνδυνο και τη δόξα
Που μόλις χτες είχανε μοιραστεί άλλοι καλύτεροι από μας,
Αυτοί με τη γενειάδα και την ελπίδα, στη μέση της θεοσκότεινης νύχτας.
Τον τρίτο χρόνο είχαμε γίνει πλουσιότεροι με μια μεγάλη νίκη
Γεμάτοι με περισσότερα γράμματα, περισσότερα όπλα και
πιο αποφασιστικοί.

Τον τέταρτο χρόνο, Επανάστασή μας, αγάπη μας,
Έχουμε κιόλας πεθάνει κι έχουμε ξαναγεννηθεί χιλιάδες φορές,
Και τώρα πια με βεβαιότητα το ξέρουμε πως είσαι αθάνατη, πως είσαι όμορφη και δυνατή
Σαν τ’ αστέρια. Κι ακόμα καλύτερα: σαν τον λαό
Που σε γέννησε και τον γέννησες,
Επανάστασή μας, αγάπη μας.


Ισπανικό κείμενο


LA ISLA RECUPERADA

El caballo, la mariposa, el marinero, el gato,
El pescado grande y el pescado chico
La meten aullando en el festival del que no se sale
Sino con los pechos cortados.
                                                   El aura tiñosa
Y la lombriz se regocijan. El caracol se distrae.

Pero el número de ojos diurnos se levantará de nuevo,
Recto, altivo, casi divino,
Con algo de arcángel sin réplica,
Y echará a volar el aquelarre despedazado
Dejando herida pero renaciente
La carne de la doncella despierta.

 

EL OTRO
(Enero 1, 1959)

Nosotros, los sobrevivientes,
¿A quiénes debemos la sobrevida?
¡Quién se murió por mí en la ergástula,
Quién recibió la bala mía,
La para mí, en su corazón?
¿Sobre qué muerto estoy yo vivo,
Sus huesos quedando en los míos,
Los ojos que le arrancaron, viendo
Por la mirada de mi cara,
Y la mano que no es su mano,
Que no es ya tampoco la mía,
Escribiendo palabras rotas
Donde él no está, en la sobrevida?

 

MI MILICIANA

Con mi camisa azul de miliciano
Soy más feliz.
                         Con tu camisa azul
De miliciana, estás en algún sitio,
Como yo, rifle al hombro, quizá viendo
Esas mismas estrellas que ahora veo.
Pienso que estás junto a esa luz lejana.
Que este aire de la noche te recorre
La cara vigilante. Que algún ruido
Puede ser de los dos. Que nos ponemos,
De pie a la vez, andando lejos, cerca,
Como si no existiera esta distancia,
Y en vez de estar a solas en la sombra,
Rifle en la mano, oyendo el minucioso
Pecho jadeante de la noche,
                                                  estamos
juntos, juntas las manos, las camisas
Azules juntas, y nosotros somos
No los que escuchan, sino el ruido; no
Los que escudriñan a la sombra, sino
Los que en la sombra olvidan a la luz,
Y rumorosamente se sumergen
En la noche alumbrada del amor.

 

PATRIA

Ahora lo sé: no eres la noche: eres
Una severa y diurna certidumbre.
Eres la indignación, eres la cólera
Que nos levantan frente al enemigo.
Eres la lengua para comprendernos
Muchos hombres crecidos a tu luz.
Eres la tierra verdadera, el aire
Que siempre quiere el pecho respirar.
Eres la vida que ayer fue la promesa
De los muertos hundidos en tu entraña.
Eres el sitio del amor profundo,
De la alegría y del coraje y de
La espera necesaria de la muerte.
Eres la forma de nuestra existencia,
Eres la piedra en que nos afirmamos,
Eres la hermosa, eres la inmensa caja
Donde irán a romperse nuestros huesos
Para que siga haciéndose tu rostro.

 

REVOLUCIÓN NUESTRA, AMOR NUESTRO

El primer año, después del deslumbramiento y la certidumbre de la patria,
Ya sabíamos que los fuegos apagados en la Sierra
Volverían a encenderse, para que la isla se conservara
Como la habíamos soñado, como la habíamos conquistado.
El segundo año nos encontró con las armas en la mano, felices
De poder compartir el riesgo y la gloria
Que conocieran apenas ayer los hombres mejores,
Los de la barba y la esperanza en medio de la noche oscura.
Al tercer año estábamos enriquecidos con una gran victoria
Y llenos de más letras, más armas y más decisiones.

En el cuarto año, Revolución nuestra, amor nuestro,
Ya hemos muerto y renacido muchas veces,
Y ya sabemos del todo que eres inmortal, que eres hermosa y dura
Como los astros. Mejor aún: como el pueblo
Que te ha ido haciendo y que tú has ido haciendo,
Revolución nuestra, amor nuestro.


Oλόκληρη η δημοσίευση: